- υποχρεούμαι
- υποχρεούμαι βλ. πίν. 130
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
——————Σημειώσεις:υποχρεούμαι : κυρίως σε φράσεις όπως: το κατάστημα υποχρεούται να εκδίδει αποδείξεις λιανικής πώλησης, με την έννοια έχω την υποχρέωση, υπόκειμαι στην υποχρέωση να κάνω κάτι.Η αντικατάσταση από το υποχρεώνομαι δεν είναι δυνατή, παρά μόνο από την περίφραση → είμαι υποχρεωμένος.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.